εφιάλτης

εφιάλτης
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως της επιχείρησης, o E. σκοτώθηκε από τον Απόλλωνα ή τον Ποσειδώνα. Σε μερικά αγγεία, αντίπαλος του Ε. παρουσιάζεται ο ίδιος ο Δίας.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. O υπαίτιος της ήττας των Ελλήνων στις Θερμοπύλες (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ευρυδήμου και καταγόταν από την Τραχίνα της Οίτης. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Ε. υπέδειξε στον Ξέρξη να προσβάλει από τα νώτα τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών και οδήγησε τους Πέρσες στο μονοπάτι που τους έφερε πίσω από τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους του. Μετά τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) ο Ε. επικηρύχτηκε, κατέφυγε στη Θεσσαλία και, όταν ύστερα από χρόνια επέστρεψε στην Αντίκυρα, τον σκότωσαν.
2. Αθηναίος πολιτικός (; – 461 π.Χ.). Γιος του Σοφωνίδη και φίλος του Περικλή. Αγωνίστηκε για την επικράτηση της δημοκρατικής μερίδας και πέτυχε να καταργηθούν, κατά μεγάλο μέρος, οι δικαιοδοσίες του Αρείου Πάγου. Μετά τη δολοφονία του η ηγεσία του δημοκρατικού κόμματος πέρασε στον Περικλή.
3. Αθηναίος πολιτικός (; – 334 π.Χ.). Ήταν οπαδός της αντιμακεδονικής παράταξης. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως δημαγωγός, πρέσβης και στρατιωτικός και ήταν μεταξύ των πολιτικών αντρών, των οποίων ο Μέγας Αλέξανδρος ζήτησε την παράδοση το 335 π.Χ. Διέφυγε στην Ασία, στην υπηρεσία των Περσών, και σκοτώθηκε στη μάχη της Αλικαρνασσού πολεμώντας τους Μακεδόνες.
* * *
ο (ΑΜ ἐφιάλτης, Α και ἐπιάλτης και ἐπίαλος)
τρομακτικό όνειρο με γενική δυσφορία, που προκαλείται λόγω διαταραχής τού οργανισμού, κυρίως από υπερβολικό στομαχικό φόρτο, βραχνάς
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί που προκαλεί φόβο και αγωνία και καταπιέζει την ψυχή
2. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας ichneumonidae
3. ονομασία τού πτηνού γκιόνης
αρχ.
1. ως κύριο όν. ο Εφιάλτης
α) δαίμων τής νύχτας που προκαλεί βραχνά
β) ο προδότης που οδήγησε τους Πέρσες στα νώτα τών Σπαρτιατών κατά τη μάχη τών Θερμοπυλών
γ) ένας από τους Αλωάδες
2. (κατά το Ε. Γουδ.) «ὁ ἐφαλλόμενος ἀτάκτως», αυτός που πηδά ή πατά βαριά πάνω σε κάτι
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ριγοπύρετον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εφιάλτης (αιολ. επιάλτης, επίαλος) συσχετίστηκε παρετυμολογικά από τους αρχαίους με το ρ. εφάλλομαι «εφορμώ πάνω σε κάποιον», άποψη που φαίνεται και από τη γλώσσα τού Ησύχ. «εφιάλτης
ο επιπηδών». Η ερμηνεία εξάλλου σύμφωνα με την οποία ο τ. προέρχεται από τον τ. ηπίαλος* (πρβλ. και ηπιάλης, ηπιόλης, προς τους οποίους δημιουργήθηκε σύγχυση) «ονομασία πυρετού» υπό την επίδραση τού ρ. εφάλλομαι και τών τ. επίαλος και επιάλτης δεν είναι πολύ πειστική, επειδή παρουσιάζει σοβαρά σημασιολογικά προβλήματα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἐφιάλτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφιάλτης — nightmare masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφιάλτης — ο 1. ψυχοπνευματική ταραχή στον ύπνο από τρομακτικό όνειρο, αλλ. βραχνάς: Έχει εφιάλτες στον ύπνο του. 2. μτφ., καθετί που μας πιέζει ψυχικά και μας κρατάει σε έντονη αγωνία: Οι εξετάσεις μού έγιναν εφιάλτες. 3. (ζωολ.), το πουλί γκιόνης. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐφιάλται — Ἐφιάλτης masc nom/voc pl Ἐφιάλτᾱͅ , Ἐφιάλτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφιάλται — ἐφιάλτης nightmare masc nom/voc pl ἐφιάλτᾱͅ , ἐφιάλτης nightmare masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эфиальт — (Εφιάλτης) 1) сын Эвридема, мелиец, изменнически указавший персам обход в Фермопильском ущелье, вследствие чего Леонид со своими спартанцами погиб, окруженный с двух сторон неприятелем; 2) сын Симонида, афинянин, сторонник и сотрудник Перикла в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἐφιαλτῶν — Ἐφιάλτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφιαλτῶν — ἐφιάλτης nightmare masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐφιάλταις — Ἐφιάλτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφιάλταις — ἐφιάλτης nightmare masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”